κριτικές
ΑΝΤΙ ΚΡΙΤΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ
Ευγένιος Δ. Μαθίοπουλος Καθ. Ιστορίας Τέχνης Παν. Κρήτης
Λίγο μετά το μέσα της δεκαετίας του 70 μια αναπάντεχη τάση εμφανίστηκε στους κύκλους των εικαστικών τεχνών της δύσης. Όπως ειπώθηκε τότε «μετά τους άγονους καιρούς των θεωρητικών χωρίς πρακτική είχε έρθει ο καιρός των πρακτικών χωρίς θεωρία». Και ποια ήταν αυτή η πρακτική; Η αναπαραστατικότητα, που για μισό σχεδόν αιώνα τα κινήματα της πρωτοπορίας είχαν τόσο δυσφημήσει.
Πολύ γρήγορα μια αναπαραστατική ζωγραφική εξαπλώθηκε στις σημαντικώτερες διεθνής εκθέσεις και τις γνωστότερες γκαλερί των μητροπολιτικών εικαστικών κέντρων. Το μεγάλα μουσεία μοντέρνας τέχνης θυμήθηκαν αίφνης τους ξεχασμένους Μπονάρ, Μπαλτίς, Χόππερ, τον Ντέ Κίρικο της δεύτερης περιόδου και τους ανακήρυξαν σε δάσκαλους και κλασικούς του 20ου αιώνα.
Παρά τις αρχικές διακηρύξεις κι η θεωρία δεν άργησε να εμφανιστεί για να δικαιολογήσει άτι έμοιαζε αδικαιολόγητο στα μάτια των μέχρι τότε κυρίαρχων μοντέρνων.
Η θεωρία του «μεταμοντερνισμού» πολύ γρήγορα έκανε τον γύρο του κόσμου ανακοινώνοντας το τέλος της εποχής κατά την οποία «το Είναι σκέπτεται κάτω από την ιδέα του Νέου».
Οι Ελεάτες κι όχι ο Ηράκλειτος φαίνεται να κερδίζουν το παιχνίδι. Η ιδέα που ο Νίτσε διατύπωσε στο βιβλίο του «Η Χαρούμενη Γνώση», η ιδέα του «αιωνίου γυρίσματος – επιστροφής του ίδιου» είναι η βάση της νέας κυρίαρχης ιδεολογίας. Η «επιστροφή του ίδιου» είναι με όρους η «επιστροφή του παλιού» και το παλιό στις εικαστικές τέχνες είναι η αναπαράσταση.
Όπως διαλέγουν αντίκες στα παλαιοπωλεία, με τον ίδιο τρόπο οι μεταμοντέρνοι καλλιτέχνες όρμησαν στην ιστορία και καθώς εδώ όλα είναι δωρεάν, άρχισαν να την λεηλατούν.
Ο Φλαμανδικός νατουραλισμός, το μπαρόκ, η μανιέρα του Γκρέκο, ο στόμφος του νεοκλασσικισμού ακόμα κι ίδια η αφηρημένη τέχνη, όλα ξεδιαλέχτηκαν κι ανακατεύτηκαν για να δώσουν νέες στυλιστικές εκλεκτικές ακροβασίες.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ο δρόμος προς τον ρεαλισμό φαίνεται επικίνδυνα παγιδευμένος για τους νέους εικαστικούς. Η μεταμοντέρνα αναπαραστατικότητα είναι πολύ κοντά στις μορφοπλαστικές τους αναζητήσεις κι είναι έτοιμη και ικανή αν όχι να τους αφομοιώσει τουλάχιστον να τους μεταχειριστεί παρακρατόντας την μικρή αλήθεια τους σαν μια από τις τόσες δικές της όψεις.
Στα έργα του Μιχάλη Βαμβακάρη που έχω μπροστά μου, βλέπω τους δρόμους που θέλει ν’ ακολουθήσει και νοιώθω την ανάγκη να τον ενθαρύνω σ’ αυτό που αναζητά, κι υπενθυμίζοντας του συνάμα τους κινδύνους.
How in painting one can easily reach “resemblance” as in this one after a lot of effort and labor, one may never arrive.
Όπως συμβαίνει η «ομοιότητα» είναι παρόμοια και η «ομοιότητα» είναι διαφορετική… και από ό,τι κατάλαβα αυτό το τελευταίο ήταν πάντα η ποιότητα του πίνακα και η ποίησή του.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΧΑΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ
Δρ. Δημήτρης Δεληγιάννης Ιστορικός της τέχνης Βόλος 1993
Ο Μιχάλης Βαμβακάρης είναι ένας καλλιτέχνης που επέλεξε συνειδητά να ζήσει μακριά από τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, σε μία επαρχιακή πόλη, το Βόλο, γνωρίζοντας βέβαια πολύ καλά τα υπέρ και τα κατά αυτής της επιλογής.
Άνθρωπος των επιλογών ο Βαμβακάρης επιλέγει σ’ ένα θέμα διαχρονικό τη γυναικεία μορφή. Η δουλειά του της τριετίας 1990-93 την οποία εκθέτει στη γκαλερί “ΑΛΛΗ ΠΟΛΗ” της Θεσσαλονίκης αφορά αποκλειστικά τη γυναικεία μορφή.
Οι γυναικείες του φιγούρες είτε καθισμένες, είτε όρθιες παρουσιάζονται με ένα τρόπο πολύ αυστηρό, σε στάσεις μετωπικές όπως μας είναι γνωστές από την αρχαιότητα, θυμίζοντας έντονα κυρίως αρχαϊκά ειδώλια. Το στήσιμο των μορφών του στο χώρο είναι διαχρονικό. Με την αφαιρετική διάθεση που τις παρουσιάζει, χωρίς παραπληρωματικά στοιχεία να τις περιβάλλουν αποκτούν έτσι ένα ιερατικό χαρακτήρα με την ένταση να συγκεντρώνεται αποκλειστικά στη μορφή. Ο ακαθόριστος περιβάλλον χώρος, η αυστηρή σύνθεση και η σοβαρότητα αυτών των μορφών δεν παραπέμπουν σε κάποια συγκεκριμένη εποχή. Ανήκουν σε όλες τις εποχές, δεν προέρχονται από καμία. Κατεξοχήν άνθρωπος του σχεδίου ο Μιχάλης Βαμβακάρης δομεί τα σχέδια του καθαρά αρχιτεκτονικά, γνωρίζοντας που τοποθετεί τους άξονές τους, δουλεύοντας με οριζόντιες και κάθετες γραμμές. Τονίζει και επεξεργάζεται τα προεξέχοντα μέλη, όπως πηγούνι, μύτη, μέτωπο, φωτίζοντάς τα, ενώ σκιάζει τα υπόλοιπα. Δουλεύει προσεκτικά τα πρόσωπα και κυρίως τα μάτια, τα οποία αποδίδει κυκλικά με έντονες τις κόγχες γύρω από τα βαθουλώματα.
Όταν ζωγραφίζει μπούστα δεν τον απασχολεί καθόλου το σώμα, καθώς επίσης δε δείχνει καμία επιμέλεια στην επεξεργασία των χεριών. Όταν χρησιμοποιεί χρώμα υπάρχει ένας λυρισμός σε αυτή τη χρήση.
Η γυναίκα έτσι όπως παρουσιάζεται στο έργο του Μιχάλη Βαμβακάρη δεν είναι προσωπογραφία. Ακόμη και όταν υπάρχει το μοντέλο, η μορφή ξεπερνάει τα ατομικά του χαρακτηριστικά και κάνει τη γυναίκα – σύμβολο. Αυτόνομη και μοναχική, έρχεται από τη γη, από το άπειρο του χρόνου, διαλύεται σε μύριες γραμμές ζωής και επανασυντίθεται μέσα από τη δική της πορεία. Έτσι δεν είναι το μοντέλο μέσα από το οποίο προκύπτει ο πίνακας. Είναι η ίδια η γυναίκα που δημιουργεί τον πίνακα, συνθέτοντας τη μορφή της.
Στις γυναίκες του Βαμβακάρη υπάρχει μια λανθάνουσα σχέση με αυτές του Γ.Μπουζιάνη, όμως με μια ειδοποιό διαφορά. Ο Μ. Βαμβακάρης δε τη θεωρεί τη γυναίκα καταστροφική, δε προσπαθεί να τη διαπλάσει, δεν της επιτίθεται. Την προσωποποιεί με τη φύση, γιατί βέβαια μια συγγένεια με το Χρ. Μπότσογλου εξαιτίας της σχέσης μαθητή προς δάσκαλο, αλλά αυτή η αναφορά αφορά βασικά τα σχέδια και τα ζωγραφικά έργα του Τζιακομέττι.
Οι γυναίκες του Μιχάλη Βαμβακάρη είναι ανένταχτες, μοναχικές, σοβαρές και σεμνές, αλλά κυρίως αυτάρκεις. Δεν κοιτάζουν τον κόσμο και το θεατή με υπεκφυγή, αλλά κατάματα. Το βλέμμα τους δεν εκφράζει κανένα δέος. Είναι απλό και σίγουρο με τη σεμνότητα αλλά και τη γνώση της γέννησης. Δε νοιάζονται για τις εντυπώσεις. ΥΠΑΡΧΟΥΝ!
Ο Μιχάλης Βαμβακάρης στη ζωγραφική του ακολουθεί διάφορες τάσεις, με τρόπο που να μην ασπάζεται την μια ή την άλλη. Είναι σαφές ότι το έργο του κινείται με περισσότερη άνεση στα όρια του εμπρεσιονισμού και της αφαίρεσης. Από θεματική άποψη ο άνθρωπος και οι στάσεις του στο χώρο είναι ο βασικός άξονας στις εικαστικές του επιδιώξεις. Στο Θέμα αυτό ο ζωγράφος επενδύει τις πλαστικές αξίες συχνά με έμφαση συνεχούς σπουδής γύρω από την έκφραση της μορφής. Η ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στα έργα του, ανακαλεί στην μνήμη μας παραδείγματα άλλων εξπρεσιονιστών ζωγράφων, όπως ο Μπουζιάνης και ο νεότερος του Μπότσογλου, οι οποίοι πιθανόν να έχουν επιδράσει έμμεσα στο έργο του Βαμβακάρη.
Έχει ιδιαίτερη σημασία ότι ο Βαμβακάρης τοποθετεί τα πρόσωπα σ ’ένα ουδέτερο χώρο που διαγράφεται αφαιρετικά, ώστε ν’ αφήνει ανεπηρέαστη την ανθρώπινη στάση και έκφραση ως κάτι το προσωπικό, το ιδεατό ή και ως ένα βαθμό ανολοκλήρωτη (ΝΟΝ FΙΝΙΤΟ).
Αξιόλογο χαρακτηριστικό που ερμηνεύει εν μέρει τα προαναφερόμενα είναι η σχέση σχεδίου και χρώματος η οποία βαρύνει υπέρ του πρώτου, ώστε να αναδειχθούν ανάγλυφα τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης έκφρασης.
Η ζωγραφική του Βαμβακάρη ακολουθεί το συνεχές μιας σπουδής η οποία φαίνεται να μας λέει ότι ο διάλογος με την αισθητική ολοκλήρωση πάνω στον καμβά δεν μπορεί ποτέ να τελειώνει.
ΑΝΤΙ ΚΡΙΤΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ
ΧΡΥΣΑ ΔΡΑΝΤΑΚΗ Ιστορικός-κοινωνιολόγος Τέχνης Φεβρουάριος 2003
Πώς θα μπορούσε ένα πρωτόλειο, ένα σπουδαστικό έργο δοκιμών στο χρώμα και στη σύνθεση, να συνδέσει μετά από μια εικοσαετή και πλέον πορεία δημιουργίας, το χθες και το σήμερα της ζωγραφικής του Μιχάλη Βαμβακάρη; Όσο και να φαίνεται παράξενο, στη θέαση του συνόλου των έργων του, που μερικά απ’ αυτά έβλεπα για πρώτη φορά, η σπουδή αυτή με το αποσπασματικό ύφος και τη φωτεινή χρωματική γκάμα, λειτούργησε ως μίτος για να κατανοήσω τα περάσματα της εξελικτικής πορείας και να φτάσω στη σιγουριά του σημερινού ύφους. Εισαγωγή και επίλογος η σπουδή αυτή μιας δημιουργίας, που περνά από τις πρώτες δοκιμές στη μελέτη των καίριων εικαστκών προβλημάτων, για να διεισδύσει επιλεκτικά στη συνέχεια στην ανθρώπινη μορφή, που κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του, και να οδηγήσει περαιτέρω σε μελλοντική διερεύνηση.
O Μιχάλης Βαμβακάρης δημιουργεί μέσα στο κλίμα των αναζητήσεων των καλλιτεχνών της «νέας παραστατικότητας», που επαναπροσδιορίζουν και επανερμηνεύουν τα εικαστικά δεδομένα του παρελθόντος με φανερές εκλεκτικές συγγένειες επιλέγοντας τις δικές τους μεθόδους και αφηγηματικούς τρόπους. Έτσι φτάνουν στην έκφραση του προσωπικού ιδιώματος και στην ουσία του έργου τους ως συνέπεια προσωπικών βιωμάτων, αρχέτυπων και επιλογών.
Πρόκειται τελικά για τον επαναπροσδιορισμό της εικόνας και συγκεκριμένα στον Βαμβακάρη της εικόνας της γυναικείας μορφής, που αρχικά προσφέρει ασφάλεια αλλά πολύ γρήγορα γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για μια εικόνα – πλάνη, μια μετάπλαση του πραγματικού, που προκαλεί ανησυχία, προβληματισμό και άγχος με την ικανότητά της να οδηγεί στο άγνωστο του εσωτερικού κόσμου και στον ψυχισμό της αναπαριστάμενης μορφής. Η εικόνα αυτή προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας αγωνιώδους και επίμονης εικαστικής γραφής, που μέσα από το πλέγμα δομικών σχέσεων, χρωμάτων και γραμμών, φτάνει στην ουσία ως μελέτη φυσιολογίας και φυσιογνωμίας της γυναικείας μορφής, μη αναγνωρίσιμης τις περισσότερες φορές αλλά υπαρκτής, που προτείνεται ως ιδεότυπος.
Η δημιουργική περιπέτεια του Μιχάλη Βαμβακάρη φτάνει στο σήμερα περνώντας διάφορα στάδια αναζήτησης. Τα πρώτα σπουδαστικά του έργα, από το τέλος ακόμη της δεκαετίας του ’70, χαρακτηρίζουν οι πειραματισμοί στα υλικά, στη σύνθεση, στις υφές και στα θέματα, με εναλλαγές φωτεινής και σκούρας ποικιλίας χρωμάτων στις μελέτες τοπίων, μορφών, αντικειμένων και εσωτερικών χώρων με έντονη τη δομικότητα των στοιχείων και παράλληλα, την αποσπασματικότητα και την απομόνωση των χρωματικών πεδίων, που λειτουργούν υπέρ της γεωμετρίας της σύνθεσης. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ενώ θεματικά παραμένει στους εσωτερικούς χώρους με ανθρώπινες μορφές ή αντικείμενα, οι συνθέσεις παρουσιάζονται πιο δυναμικές με χειρονομιακή απόδοση του χρώματος σε κοντράστα μιας σκούρας γκάμας.
Συνθέσεις γρήγορες, εξπρεσιονιστικές, βίαιες, όπου το κάθε αντικείμενο ή μορφή ανθρώπινη λειτουργεί ως αφορμή για να προσδιοριστεί ή να μελετηθεί ο εικαστικός χώρος, κυρίαρχος του έργου με την απουσία τελικά των παρόντων στοιχείων. Στη συνέχεια, έχοντας κατακτήσει προφανώς βασικά πεδία των αναζητήσεων του, στρέφεται με μια γόρδια αντιμετώπιση σε μια άλλη ζωγραφική. Σπάζοντας τα δεσμό με την προηγούμενη δημιουργία του διεισδύει στο εσώτερο και καταδύεται στα άδυτα της ύπαρξης με μια εκ βαθέων ανάλυση της ανθρώπινης μορφής. Ο ζωγραφικός χώρος γίνεται ουδέτερος, ημιτελής ή ατέρμονος και η ανθρώπινη μορφή -προπαντός η γυναικεία- γίνεται ο στόχος σε πλήρη μετωπικότητα, ένα πεδίο μάχης το πρόσωπο και μόνο, που προκαλεί για εξερεύνηση και κατάκτηση της βαθύτερης σχέσης λογικής και συναισθήματος ή λόγου και ψυχής. Επικεντρώνεται στη σχέση αυτή εμβαθύνοντας και απαλλάσσοντας από οτιδήποτε περιττό.
Ο χώρος επαναπροσδιορίζεται με μια γεωμετρική διευθέτηση απ’ όπου αναδύεται η μορφή -πρόσωπο, χέρια ή κορμός ολόκληρος- αλλού να εντείνεται κι άλλοτε να σβήνει. Με μια επιλεκτική αντιμετώπιση και εξωτερική εκλογίκευση αναπαριστά με γεωμετρικές σχέσεις ό,τι φαίνεται. Το αποπροσωποποιεί και το αποχαρακτηρίζει προχωρώντας σε μια αυστηρά γεωμετρική δόμηση του συνόλου. 0 χειρισμός και η χρήση των χρωμάτων λειτουργεί μάλλον δευτερευόντως με μια γκάμα βαθύτερων γήινων και φαιών χρωμάτων παλιότερα, πιο φωτεινή, τολμηρή και αντιθετική στα τελευταία έργα.
Παράλληλα, τρόποι διαφορετικοί στη χειραγώγηση των γραμμών, που δεν περιγράφουν με σταθερότητα αλλά δομούν τη μορφή για να καταλήξει πραγματική και άμορφη ταυτόχρονα. Χαράξεις προς κάθε κατεύθυνση, γραμμές-ίνες ενός πλέγματος-φράγματος προς το εντός, γραμμώσεις, που μοιάζουν άλλοτε να φεύγουν κι άλλοτε να ορίζουν, δημιουργώντας ένα χάος γραμμικών σχέσεων και δομημένων χρωματικών πεδίων, που αναπαριστούν την ανθρώπινη υπόσταση ως είναι και μη είναι. Αποστερώντας τη μορφή από κάθε υλικό και σαρκικό της χαρίζει εκφραστικότητα και πνευματικότητα, που εντείνεται στα τελευταία έργα με την επιλογή πρόσωπο-μάτια-χέρια σε φωτεινό φόντο. Εικόνα μετωπική ή προφίλ ενός ατόμου αποσπασμένου από όλες τις αναφορές του κόσμου, ερμητικά κλειστού που εισάγει την ύπαρξή του στο άπειρο του χρόνου. Φυσιογνωμία ιδεατή μιας δονούμενης εσωτερικής χώρας, της χώρας της ψυχής, πίσω από τις αντιθετικές δυνάμεις, που δηλώνει το εύθραυστο και το απόλυτο συγχρόνως της ύπαρξης, αυτό που θα μείνει τελικά όταν τα φαινόμενα εξαφανίζονται και όταν οι εξωτερικές συμβάσεις πέφτουν. Γυναικείες μορφές απόμακρες, μοναχικές, καφκικές υπάρξεις, τα πορτρέτα του Μιχάλη Βαμβακάρη είναι η προβολή της βαθιάς αιώνιας σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο.
Στην περιπέτεια της τέχνης του αιώνα η ανθρώπινη μορφή όχι μόνο δεν έπαψε να διερευνάται και να συγκινεί, αλλά αντίθετα συνεχώς παραπέμπει σε ανείπωτες σχέσεις και αποκαλύψεις ενός κόσμου πολύπλοκου και σκοτεινού που ως «μαύρη ήπειρος» δύσκολα εξερευνάται. Τώρα περισσότερο από ποτέ το «εγώ και ο άλλος» του προφήτη- ποιητή μπορεί να δείξει τα άπειρα πρόσωπα του εγώ σαν αντανάκλαση μιας πολύπτυχης πραγματικότητας.